Είναι ακόμη νωπή η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με τον ν. 4336/2015, που εκτόξευσε έως και 12 έτη το όριο ηλικίας απονομής σύνταξης, «καταργώντας» εν τοις πράγμασι ανάμεσα σε άλλα και την διάταξη της μητέρας ανηλίκου τέκνου σε μία πολυπληθή κατηγορία γυναικών που γεννήθηκαν μετά την 19.08.1965 και αδυνατούν σε μεγάλο βαθμό μετά τις αλλαγές του νόμου, να συνταξιοδοτηθούν πριν τα 62 έτη ηλικίας τους.
Τώρα έρχεται η υπ΄αρίθμ. 70/2022 γνωμοδότηση του ΣΤ΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για να προσθέσει έως και 7 επιπλέον έτη στους δημοσίους υπαλλήλους που είχαν έως σήμερα την επιλογή της μειωμένης σύνταξης. Η γνωμοδότηση έρχεται σε απάντηση ερωτήματος του e-ΕΦΚΑ προς το Υπουργείο Εργασίας, σχετικά με υπαλλήλους που συμπλήρωσαν 25ετία έως τα έτη 2010,2011,2012 και αν αυτή η δυνατότητα διατηρείται και μετά την 1.1.2022.
Θυμίζουμε ότι γυναίκες που συμπλήρωναν 25ετία το έτος 2010, μπορούσαν να αιτηθούν μειωμένης σύνταξης στα 55 έτη ηλικίας και οι άντρες στα 60, ενώ άνδρες και γυναίκες με συμπληρωμένη 25ετία τα έτη 2011, 2012 είχαν την επιλογή της μειωμένης σύνταξης στα 56 και 58 έτη ηλικίας αντίστοιχα.
Από νομική σκοπιά φαίνεται να απαντάται από το ΝΣΚ ένα ζήτημα που δεν θα έπρεπε καν να τεθεί. Σύμφωνα με γενικές αρχές του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου για την κατοχύρωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος απαιτείται η συμπλήρωση του ασφαλιστικού χρόνου, ενώ για τη θεμελίωση απαιτείται επιπλέον και η συμπλήρωση του απαιτούμενου ορίου ηλικίας. Στο Δημόσιο όμως, το όριο ηλικίας δεν αποτελεί θεμελιωτικό όρο, παρά μόνο όρο του ενεργού για την απονομή της σύνταξης, όπως προκύπτει και από την εγκύκλιο που εξεδόθη το 2016 από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Αρκεί λοιπόν για τους δημοσίους υπαλλήλους η συμπλήρωση των απαραίτητων ετών ασφάλισης και απομένει η συμπλήρωση της ηλικίας για να λάβει ο υποψήφιος τη σύνταξη. Συνεπής εξάλλου σε αυτή τη λογική ήταν και η ερμηνεία του ΓΛΚ έως και τώρα, που δεν εξέταζε το δικαίωμα λήψης της μειωμένης σύνταξης σε συνάρτηση με τους πίνακες ορίων ηλικίας 1, 2 του ν.4336/2015.
Κρίνεται έωλη λοιπόν η ερμηνεία του ΝΣΚ ,που αντιπαρερχόμενη τους γενικούς κανόνες που αναφέραμε, τους ανατρέπει ερευνώντας κατά τη συνταξιοδότηση αν το απαιτούμενο όριο ηλικίας έχει συμπληρωθεί μετά την 1.1.2022 οδηγώντας σε καταφατική απάντηση τους υπαλλήλους στα γενικά όρια συνταξιοδότησης, ήτοι στα 62 έτη για μειωμένη και στα 67 για πλήρη, καταργώντας τις μεταβατικότητες.
Ερευνάται δηλαδή παραδόξως η πλήρωση της ηλικιακής προϋπόθεσης έως τις 31.12.2021, όταν δεν ερευνάτο αντιστοίχως σε ένα προστάδιο έως τις 18.08.2015, σύμφωνα με τον ν.4336/2015.
Πέρα όμως από το ερειδόμενο νομικής φύσεως θέμα που προεκτέθηκε, προκύπτει για ακόμη μία φορά ότι οι συνταξιούχοι εξαπατήθηκαν, αφού από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εργασίας, εξεδόθη η από 23.09.2021 ανακοίνωση, που με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο κατέρριπτε με παραδείγματα τη φημολογία περί αύξησης των ορίων ηλικίας των δημοσίων υπαλλήλων, καλώντας τους να ασκήσουν άφοβα τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα οποτεδήποτε, ακόμη και μετά το 2021.
Από τα προηγούμενα προκύπτει σαφώς ότι ο υπουργός Εργασίας οφείλει να μην εφαρμόσει τη γνωμοδότηση του ΝΣΚ, για να μην ανατραπούν τα δικαιώματα όσων έχουν ήδη παραιτηθεί (κυρίως εκπαιδευτικοί που υποχρεωτικά λύεται η σχέση εργασίας τους έως την 31.08.2022), αλλά και για να συνεχίσουν να ασκούν με βάση την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σε ένα κράτος δικαίου το δικαίωμα για μειωμένη σύνταξη, όσοι έχουν συνεκτιμήσει νομικά και λογιστικά δεδομένα και καταλήγουν ευλόγως σε αυτή την επιλογή του οικογενειακού τους προγραμματισμού. Εξάλλου η ίδια η αρχιτεκτονική της νέας σύνταξης, όπου η μείωση εφαρμόζεται μόνο επί της εθνικής και όχι και επί της ανταποδοτικής σύνταξης, έχει καταστήσει την επιλογή της μειωμένης σύνταξης ελκυστική στους δημοσίους υπαλλήλους που προτιμούν να αποχωρήσουν συμβιβαζόμενοι με μία απώλεια της τάξεως των 116 ευρώ μηνιαίως.
Χρήσιμο θα ήταν βέβαια επιπροσθέτως για το μέλλον, να αντιμετωπιστεί η παρούσα γνωμοδότηση όχι αποκομμένη αλλά ως συνέχεια μιας γενικευμένης τάσης που παρατηρείται στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και προτάσσει ως λύση στο ασφαλιστικό ζήτημα την εργασία έως τα πολύ βαθιά γηρατειά. Η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού που υπονομεύει την υγιή αναλογία εργαζομένων- συνταξιούχων, η σύνδεση των ορίων ηλικίας ήδη με το ν.3863/2010 με το προσδόκιμο ζωής είναι κομμάτια του ίδιου παζλ που θα κληθούν οι επόμενες γενιές να επιλύσουν, ας ελπίσουμε με όρους κοινωνικής αλληλεγγύης.