Σύνταξη λόγω θανάτου σε προστατευόμενα δικαιοδόχα μέλη- Τροποποιήσεις βάσει του Ν. 5078/2023

Άρθρο 119
Σύνταξη λόγω θανάτου σε προστατευόμενα δικαιοδόχα τέκνα – Τροποποίηση περ. Β’ παρ. 1 και υποπερ. γ) της περ. Α’ της παρ. 4 άρθρου 12 ν. 4387/2016
1. Στο άρθρο 12 του ν. 4387/2016 (Α’ 85), περί σύνταξης λόγω θανάτου, στην περ. Β’ της παρ. 1 επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην υποπερ. α) προστίθενται δεύτερο και τρίτο εδάφια, β) πριν την περ. β) τίθεται διαζευκτικό «ή» και η περ. Β’ διαμορφώνεται ως εξής:
«Β. Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι:
α) Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το εικοστό τέταρτο (24ο) έτος της ηλικίας τους. Η προϋπόθεση αυτή ισχύει και στις περιπτώσεις που ο θάνατος του συνταξιούχου ή του ασφαλισμένου έχει επέλθει πριν την 13η.5.2016. Σε περίπτωση διακοπής της σύνταξης πριν την έναρξη ισχύος του προηγούμενου εδαφίου, απαιτείται υποβολή νέας αίτησης επαναχορήγησης από τον δικαιούχο, και τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την ημερομηνία της νέας αίτησης, ή
β) κατά τον χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του εικοστού τετάρτου (24ου) έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του εικοστού τέταρτου (24ου) έτους της ηλικίας.»
2. Στο άρθρο 12 του ν. 4387/2016, περί σύνταξης λόγω θανάτου, στην υποπερ. γ) της περ. Α’ της παρ. 4
α) στο τέλος του δεύτερου εδαφίου οι λέξεις «το ποσοστό διπλασιάζεται για κάθε σύνταξη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) από κάθε σύνταξη», β) προστίθενται τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο και ένατο εδάφια και η υποπερ. γ) διαμορφώνεται ως εξής:
γ) Για κάθε παιδί ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της σύνταξης. Εάν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς (αμφοτεροπλεύρως ορφανό), ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) από κάθε σύνταξη. Παιδί ορφανό και από τους δύο (2) γονείς δικαιούται το εκατό τοις εκατό (100%) της σύνταξης του θανόντος, εφόσον σωρευτικά:
(γα) πάσχει από νοητική υστέρηση ή αυτισμό ή από πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω,
(γβ) οι ανωτέρω αναπηρίες έχουν επέλθει πριν τη συμπλήρωση του εικοστού τέταρτου (24ου) έτους της ηλικίας του τέκνου,
(γγ) δεν ασκεί υπακτέα στην ασφάλιση του e-ΕΦΚΑ απασχόληση, με εξαίρεση εκείνη του άρθρου 23 του ν. 4488/2017 (Α’ 137), περί απασχόλησης λόγω ψυχικών παθήσεων, και
(γδ) δεν λαμβάνει σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος.
Αν το τέκνο με αναπηρία δικαιούται κύρια σύνταξη και από τον έτερο θανόντα γονέα, λαμβάνει το εκατό τοις εκατό (100%) της μεγαλύτερης σε ύψος σύνταξης και το πενήντα τοις εκατό (50%) της δεύτερης σύνταξης.
Αν υφίστανται περισσότερα του ενός τέκνα με τις ανωτέρω αναπηρίες, το ανωτέρω ποσοστό κατανέμεται ισομερώς.
Αν εκτός των αμφοτεροπλεύρως ορφανών τέκνων με αναπηρία συντρέχουν και δικαιοδόχα τέκνα χωρίς τις ανωτέρω αναπηρίες, το πλήρες ποσό της σύνταξης του θανόντος γονέα κατανέμεται ισομερώς και στα αμφοτεροπλεύρως ορφανά τέκνα με αναπηρία χορηγείται προσαύξηση είκοσι τοις εκατό (20%). Αν τα ποσά που προκύπτουν με βάση το προηγούμενο εδάφιο υπερβαίνουν το πλήρες ποσό της σύνταξης του θανόντος, τα ποσοστά των δικαιοδόχων παιδιών χωρίς αναπηρία μειώνονται ισομερώς.
Αν εκτός από τα δικαιοδόχα τέκνα με ή χωρίς αναπηρία, υπάρχει και επιζών σύζυγος ή και διαζευγμένος που δικαιούται σύνταξη, ο επιμερισμός του ποσού της κύριας σύνταξης γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περ. Α’, Β’ και Γ’.
Μετά τη διακοπή της σύνταξης των δικαιοδόχων τέκνων χωρίς αναπηρία το ποσοστό που τους αναλογεί προσαυξάνει τη σύνταξη των αμφοτεροπλεύρως ορφανών τέκνων με αναπηρία ισομερώς.

Βάσει της υπ’αριθμ. 21-15/04/2024 εγκυκλίου του e-ΕΦΚΑ παρέχονται οι ακόλουθες οδηγίες για την εφαρμογή του άρθρου 119 του Ν. 5078/2023 περί χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου σε προστατευόμενα δικαιοδόχα μέλη:

Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις επέρχονται ουσιώδεις μεταβολές αφενός στις προϋποθέσεις χορήγησης λόγω θανάτου στα τέκνα των θανόντων συνταξιούχων ή ασφαλισμένων με ημερομηνία θανάτου προγενέστερη της 13ης.05.2016 και αφετέρου ως προς την ασφαλιστική προστασία των αμφοτεροπλεύρως ορφανών τέκνων με βαριές αναπηρίες. 

1.Ειδικότερα, οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης λόγω θανάτου στα δικαιοδόχα τέκνα του άρθρου 12 του ν.4387/2016, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν.4611/2019, οι οποίες προέβλεπαν ότι σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, που είχε πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας, η σύνταξή του μεταβιβάζεται στα νόμιμα, νομιμοποιηθέντα, αναγνωρισθέντα, υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά τέκνα, εφόσον είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το 24ο έτος της ηλικίας τους, εφαρμόζονται πλέον και για τέκνα που είχαν δικαιωθεί σύνταξης λόγω θανάτου με τις προϊσχύουσες του άρθρου 12 του Ν.4387/2016 διατάξεις .

 Δεδομένης της ρητής διατύπωσης της εν λόγω διάταξης, η χορήγηση σύνταξης στα προστατευόμενα υγιή τέκνα δεν μπορεί να παραταθεί πέραν του 24ου έτους της ηλικίας τους και τυχόν προϋφιστάμενες διατάξεις που προέβλεπαν δυνατότητα συνταξιοδότησης μετά τη συμπλήρωση του ηλικιακού αυτού ορίου (πχ. οι καταστατικές διατάξεις του τ. ΟΑΕΕ), παύουν να εφαρμόζονται από την έναρξη ισχύος του άρθρου 119 του Ν 5078/2023, ήτοι από 20.12.2023.

Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 155 « Μεταβατικές διατάξεις» του Ν.5078/2023, στο πεδίο εφαρμογής των κοινοποιούμενων διατάξεων εμπίπτουν και οι εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης. Σε περίπτωση διακοπής της σύνταξης του δικαιοδόχου τέκνου πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 119 του Ν.5078/2023, απαιτείται η υποβολή νέας αίτησης για την επαναχορήγηση της σύνταξης εφόσον το τέκνο είναι άγαμο και δεν έχει συμπληρώσει το 24ο έτος της ηλικίας του.

Στην περίπτωση αυτή τα οικονομικά αποτελέσματα θα εκκινούν από την ημερομηνία υποβολής της νέας αίτησης και το νωρίτερο από 20.12.2023.

Σε ό,τι αφορά τις αιτήσεις των τέκνων θανόντων ασφαλισμένων ή συνταξιούχων του τ. ΟΑΕΕ των οποίων η συνταξιοδότηση με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις μπορούσε να παραταθεί έως το 26ο έτος της ηλικίας τους, για λόγους χρηστής διοίκησης, εφόσον έχουν υποβληθεί πριν από την 20η .12.2023 θα κριθούν βάσει των προϊσχυουσών καταστατικών διατάξεων.

Για τις προαναφερθείσες περιπτώσεις επαναχορήγησης της διακοπείσας σύνταξης, κατόπιν αιτήσεως του δικαιοδόχου τέκνου θα πρέπει να εκδίδεται απόφαση Διευθυντή.

2. Ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις χορήγησης σύνταξης σε αμφοτεροπλεύρως ορφανά τέκνα με βαριές αναπηρίες, εξακολουθούν να ισχύουν οι οδηγίες των εγκυκλίων 6/2018 και 49/2021 καθώς και του αρ. πρωτ.: Σ50/40/1154367/2018 Γενικού εγγράφου της Υπηρεσίας μας.

3. Τα οικονομικά αποτελέσματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 6 του άρθρου 20 του Ν. 4019/2011 (Εγκύκλιος 5/2012 τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), με τις οποίες υπήρχε δυνατότητα παράτασης της συνταξιοδότησης λόγω θανάτου μεταξύ του 18ου έτους της ηλικίας των τέκνων και του μήνα έναρξης του ακαδημαϊκού έτους, μέχρι την 19η .12.2023 εξακολουθούν να ισχύουν.

       

Οι Συνταξιοδοτικές Ρυθμίσεις του Ν. 5078/2023

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Άρθρο 114
Κίνητρα απασχόλησης συνταξιούχων-Αντικατάσταση άρθρου 20 ν. 4387/2016
Το άρθρο 20 του ν. 4387/2016 (Α’ 85), περί απασχόλησης συνταξιούχων, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 20-Απασχόληση συνταξιούχων
1. Οι εξ ιδίου δικαιώματος συνταξιούχοι του e-ΕΦΚΑ, λόγω γήρατος, λόγω αναπηρίας (από κοινή νόσο, εργατικό ατύχημα, ατύχημα εκτός εργασίας, επαγγελματική νόσο) και γήρατος λόγω αναπηρίας του ν. 612/1977 και των νόμων που παραπέμπουν σε αυτόν, καθώς και του τρίτου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210), οι οποίοι αναλαμβάνουν υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλισή του απασχόληση, συνεχίζουν κατά τη διάρκεια αυτής να λαμβάνουν το σύνολο της κύριας και επικουρικής σύνταξης που δικαιούνται από τον Φορέα.
2. Η εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη γήρατος, κύρια και επικουρική, προσώπων που αναλαμβάνουν υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του e-ΕΦΚΑ απασχόληση σε Φορέα της Γενικής Κυβέρνησης αναστέλλεται για όσο διάστημα συνεχίζει αυτή, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το εξηκοστό δεύτερο (62ο) έτος της ηλικίας τους. Για το διάστημα της αναστολής δεν καταβάλλεται ο πόρος της παρ. 3. Το ηλικιακό όριο της αναστολής δύναται να αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 3863/2010 (Α’ 115).
3. Για την ασφάλιση του απασχολούμενου συνταξιούχου καταβάλλονται οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία ασφαλιστικές εισφορές σύμφωνα με την ασφαλιστέα απασχόληση και επιπλέον πόρος μη ανταποδοτικού χαρακτήρα υπέρ e-ΕΦΚΑ ως εξής:
α) οι μισθωτοί και οι καταβάλλοντες εισφορές σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 39, καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές των άρθρων 38, 41, 35 και 97 μετά τυχόν συνεισπραττομένων εισφορών, με βάση την υπαγωγή τους στην ασφάλιση, επιμεριζομένων μεταξύ εργοδότη και ασφαλισμένου κατά την κείμενη νομοθεσία και επιπλέον πόρο υπέρ e-ΕΦΚΑ ύψους εφτά κόμμα εφτά τοις εκατό (7,7%) επί των ασφαλιστέων αποδοχών κύριας ασφάλισης για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών και ύψους δύο κόμμα τρία τοις εκατό (2,3%) επί των ασφαλιστέων αποδοχών επικουρικής ασφάλισης για τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης, ο οποίος βαρύνει αποκλειστικά τον ασφαλισμένο,
β) οι μη μισθωτοί (ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοτελώς απασχολούμενοι) καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές των άρθρων 39, 41, 35 και 97 μετά τυχόν συνεισπραττομένων εισφορών, με βάση την υπαγωγή τους στην ασφάλιση και επιπλέον πόρο υπέρ e-ΕΦΚΑ ύψους πενήντα τοις εκατό (50%) επί της επιλεγείσας ασφαλιστικής κατηγορίας κύριας ασφάλισης για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και παροχών και σε περίπτωση υπαγωγής και στην επικουρική ασφάλιση, ύψους σαράντα τοις εκατό (40%) επί της επιλεγείσας ασφαλιστικής κατηγορίας κύριας ασφάλισης για τον Κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών και σαράντα τοις εκατό (40%) επί της επιλεγείσας ασφαλιστικής κατηγορίας επικουρικής ασφάλισης για τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης,
γ) οι αγρότες, οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην παρ. 6, καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές των άρθρων 40 και 41 μετά τυχόν συνεισπραττομένων εισφορών, με βάση την υπαγωγή τους στην ασφάλιση και επιπλέον πόρο υπέρ e-ΕΦΚΑ ύψους πενήντα τοις εκατό (50%) επί της επιλεγείσας ασφαλιστικής κατηγορίας κύριας ασφάλισης για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και παροχών και σε περίπτωση υπαγωγής και στην επικουρική ασφάλιση, ύψους σαράντα τοις εκατό (40%) επί της επιλεγείσας ασφαλιστικής κατηγορίας κύριας ασφάλισης για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών και σαράντα τοις εκατό (40%) επί της επιλεγείσας ασφαλιστικής κατηγορίας επικουρικής ασφάλισης για τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης,
δ) οι μισθωτοί μηχανικοί και έμμισθοι δικηγόροι καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές των άρθρων 35, 38, 41 και 97 του παρόντος μετά τυχόν συνεισπραττομένων εισφορών, με βάση την υπαγωγή τους στην ασφάλιση, επιμεριζομένων μεταξύ εργοδότη και ασφαλισμένου κατά την κείμενη νομοθεσία και επιπλέον πόρο υπέρ e-ΕΦΚΑ ύψους εφτά κόμμα εφτά τοις εκατό (7,7%) επί των ασφαλιστέων αποδοχών κύριας ασφάλισης για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών και ύψους σαράντα τοις εκατό (40%) επί της επιλεγείσας ασφαλιστικής κατηγορίας επικουρικής ασφάλισης για τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης, ο οποίος βαρύνει αποκλειστικά τον ασφαλισμένο,
ε) οι αμειβόμενοι με Παραστατικά Παρεχόμενων Υπηρεσιών (Π.Π.Υ.), εκτός των προσώπων της περ. γ’ της παρ. 6, καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές του άρθρου 55 του ν.4509/2017 (Α’ 201), μετά τυχόν συνεισπραττομένων εισφορών, με βάση την υπαγωγή τους στην ασφάλιση και επιπλέον πόρο υπέρ e-ΕΦΚΑ ύψους δέκα τοις εκατό (10%) επί της καθαρής αξίας του παραστατικού για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών, ο οποίος βαρύνει αποκλειστικά τον ασφαλισμένο,
στ) οι αμειβόμενοι με εργόσημο του π. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές της παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 3863/2010 μετά τυχόν συνεισπραττομένων εισφορών, με βάση την υπαγωγή τους στην ασφάλιση, και επιπλέον πόρο υπέρ e-ΕΦΚΑ ύψους εφτά κόμμα εφτά τοις εκατό (7,7%) επί της αναγραφόμενης τιμής του εργοσήμου για τον Κλάδο κύριας ασφάλισης και παροχών και ύψους δυο κόμμα τρία τοις εκατό (2,3%) επί της αναγραφόμενης τιμής του εργοσήμου για τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης, ο οποίος βαρύνει αποκλειστικά τον ασφαλισμένο,
ζ) οι αμειβόμενοι με εργόσημο του π. ΟΓΑ καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές της παρ.2 του άρθρου 22 του ν. 3863/2010 (Α’ 115) μετά τυχόν συνεισπραττομένων εισφορών, με βάση την υπαγωγή τους στην ασφάλιση και επιπλέον πόρο υπέρ e-ΕΦΚΑ ύψους δέκα τοις εκατό (10%) επί της αξίας των καταβαλλόμενων αμοιβών, για τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών, ο οποίος βαρύνει αποκλειστικά τον ασφαλισμένο. Σε περίπτωση παράλληλης απασχόλησης, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο άρθρο 36 μόνο ως προς την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Το άρθρο 36 δεν εφαρμόζεται για την είσπραξη του πόρου υπέρ e-ΕΦΚΑ. Σε περίπτωση πολλαπλής ασφάλισης καταβάλλεται πόρος αυτοτελώς για κάθε ασφαλιστέα απασχόληση. Για τη βεβαίωση και είσπραξη του πόρου υπέρ e-ΕΦΚΑ εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις περί βεβαίωσης και είσπραξης ασφαλιστικών εισφορών.
4. Το συνολικό επιβαλλόμενο ποσό του πόρου υπέρ e-ΕΦΚΑ σε ετήσια βάση δεν μπορεί να υπερβαίνει το δωδεκαπλάσιο της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7, όπως εκάστοτε ισχύει. Τυχόν επιπλέον ποσά επιστρέφονται στους ασφαλισμένους κατόπιν εκκαθάρισης σύμφωνα με το άρθρο 104.
5. Από την καταβολή του πόρου υπέρ e-ΕΦΚΑ της παρ. 3 εξαιρούνται:
α. Τα άτομα με ψυχική αναπηρία του άρθρου 23 του ν. 4488/2017 (Α’ 176).
β. Οι συνταξιούχοι του ν. 612/1977 (Α’ 164) και των διατάξεων που παραπέμπουν σε αυτόν.
γ. Οι συνταξιούχοι του τρίτου εδαφίου της περ. α’ της παρ. 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210).
δ. Όσοι λαμβάνουν το εξωιδρυματικό επίδομα ή το αντίστοιχο επίδομα του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007.
ε. Οι πολύτεκνοι, των οποίων το ένα τουλάχιστον των τέκνων είναι ανήλικο ή σπουδάζει σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και έως τη συμπλήρωση του εικοστού τετάρτου (24ου) έτους της ηλικίας του ή είναι ανίκανο για κάθε βιοποριστική εργασία.
στ. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 4387/2016 (Α’ 85).
ζ. Οι συνταξιούχοι λόγω αναπηρίας (από κοινή νόσο, εργατικό ατύχημα, ατύχημα εκτός εργασίας, επαγγελματική νόσο).
6. Δεν καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές, ούτε πόρος υπέρ e-ΕΦΚΑ της παρ. 3 και δεν αξιοποιείται ο χρόνος απασχόλησης σε περίπτωση απασχόλησης συνταξιούχου των κάτωθι κατηγοριών:
α. Οι συνταξιούχοι του π. ΟΓΑ, εφόσον ασκούν απασχόληση υπακτέα στην ασφάλιση του π. ΟΓΑ.
β. Οι συνταξιούχοι των ενταγμένων στον e-ΕΦΚΑ φορέων, συμπεριλαμβανομένου του Δημοσίου, εφόσον το ετήσιο εισόδημά τους από απασχόληση στον αγροτικό τομέα ως αγροτών, μελισσοκόμων, κτηνοτρόφων, πτηνοτρόφων και αλιέων δεν υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
γ. Οι συνταξιούχοι υπέρ των οποίων εκδίδεται Παραστατικό Παρεχόμενων Υπηρεσιών, οι οποίοι εξαιρούνται από την υποχρέωση ασφάλισης και καταβολής εισφορών σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 55 του ν. 4509/2017 (Α’ 201) και την παρ. 6 του άρθρου 243 του ν. 4957/2022 (Α’ 141).
7. Ο χρόνος ασφάλισης που δημιουργείται από την απασχόληση συνταξιούχου αξιοποιείται για την προσαύξηση της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης (κύριας ή και επικουρικής) και για τη χορήγηση συμπληρωματικής εφάπαξ παροχής, κατόπιν αιτήσεως του απασχολούμενου συνταξιούχου, μετά τη διακοπή της απασχόλησης. Το ποσό της προσαύξησης για την κύρια σύνταξη υπολογίζεται με βάση τα ποσοστά αναπλήρωσης και τις συντάξιμες αποδοχές των άρθρων 8 και 28, και μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης ως συνταξιούχου και τα οικονομικά αποτελέσματα της προσαύξησης εκκινούν από την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα υποβολής της αίτησης προσαύξησης. Για την επικουρική σύνταξη χορηγείται ποσό που προκύπτει με βάση τον υπολογισμό της επικουρικής σύνταξης και μόνο για το χρονικό διάστημα της απασχόλησης μετά τη συνταξιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 96. Ο πόρος υπέρ e-ΕΦΚΑ δεν είναι ανταποδοτικός και δεν αξιοποιείται για την προσαύξηση της ήδη καταβαλλόμενης σύνταξης ή για τη χορήγηση δεύτερης σύνταξης με το άρθρο 30 ή αντίστοιχες διατάξεις. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση συμπληρωματικής εφάπαξ παροχής είναι η προσμέτρηση του πρόσθετου χρόνου ασφάλισης στην κύρια σύνταξη. Σε περίπτωση μη αξιοποίησης του χρόνου στην κύρια σύνταξη, εφαρμόζεται η παρ. 7 του άρθρου 35.
8. Για τους απασχολούμενους συνταξιούχους την 12η.5.2016, οι οποίοι συνέχισαν απασχολούμενοι χωρίς διακοπή και μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, ο χρόνος εργασίας ή η αυτοαπασχόληση ή μέρος αυτού, οποτεδήποτε και εάν διανύθηκε, αξιοποιείται σύμφωνα με την παρ. 7, εφόσον από τις προϊσχύουσες του ν. 4387/2016 διατάξεις προβλέπεται αξιοποίηση του χρόνου απασχόλησης.
9. Ο πόρος υπέρ e-ΕΦΚΑ της παρ. 3 εφαρμόζεται και στα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδότησης στον e-ΕΦΚΑ. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης
συνταξιοδότησης ή μεταγενέστερης έναρξης καταβολής της σύνταξης, το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό του πόρου υπέρ e-ΕΦΚΑ επιστρέφεται στον ασφαλισμένο. Τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου και οι απασχολούμενοι συνταξιούχοι οφείλουν να ενημερώσουν για την ιδιότητά τους αυτή τον εργοδότη τους.
10. Οι συνταξιούχοι του e-ΕΦΚΑ εξ ιδίου δικαιώματος, υποχρεούνται, πριν αναλάβουν υπακτέα στον e-ΕΦΚΑ απασχόληση, να δηλώσουν τούτο στον Φορέα. Παράλειψη της δήλωσης επιφέρει χρηματική κύρωση ίση με δώδεκα (12) μηνιαίες συντάξεις, κύριες και επικουρικές. Το ποσό της οφειλής δύναται να αποπληρωθεί με παρακράτηση έως ενός τετάρτου (1/4) από την κύρια σύνταξη και έως του ποσού του άρθρου 46 του ν. 4670/2020 (Α’ 43) από την επικουρική. Άλλως, εισπράττεται σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν. 4978/2022, Α’ 190). Η συνδρομή ιδιότητας που αποκλείει την επιβολή ασφαλιστικής εισφοράς ή και πόρου υπέρ e-ΕΦΚΑ δηλώνεται στο Φορέα.
11. Σε περίπτωση μη καταβολής των προβλεπομένων στις περ. (β) και (γ) της παρ. 3 ασφαλιστικών εισφορών και πόρου υπέρ e-ΕΦΚΑ για διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) μηνών, οι οφειλές παρακρατούνται από το σύνολο των καταβαλλόμενων συντάξεων.»
Άρθρο 115
Αύξηση ορίου οφειλών συνταξιοδότησης- Προσθήκη παρ. 5 και 6 στο άρθρο 61 του ν. 3863/2010
Στο άρθρο 61 του ν. 3863/2010 (Α’ 115), περί έναρξης καταβολής σύνταξης σε οφειλέτη, μετά την παρ. 4 προστίθενται παρ. 5 και 6 ως εξής:
«5. Τα ποσά οφειλών της παρ. 2 είναι δυνατό να υπερβούν τα ανωτέρω όρια και μέχρι του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ για οφειλές προς τον π. ΟΓΑ, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ο υποψήφιος συνταξιούχος έχει συμπληρώσει το εξηκοστό έβδομο (67ο) έτος της ηλικίας του ή εφόσον έχει χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον σαράντα (40) ετών, το εξηκοστό δεύτερο (62ο) έτος της ηλικίας του, β) έχει καταβάλει εισφορές για χρόνο ασφάλισης τουλάχιστον είκοσι (20) ετών ή έξι χιλιάδων (6.000) ημερών και γ) οι τραπεζικές καταθέσεις του δεν ξεπερνούν το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ ή το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ αν είναι οφειλέτης προς τον π. ΟΓΑ. Στην περίπτωση αυτή, το υπερβάλλον των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ ή των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για τον π. ΟΓΑ, ποσό οφειλής, συμψηφίζεται με το εξήντα τοις εκατό (60%) του μηνιαίου ποσού των καταβαλλόμενων συντάξεων, μέχρι τον μηδενισμό του. Το μηνιαίως συμψηφιζόμενο ποσό δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της μηνιαίας δόσης που προκύπτει από την παρ. 3. Σε αντίθετη περίπτωση, το ως άνω ποσοστό παρακράτησης προσαρμόζεται αναλόγως. Το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ ή των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ για τον π. ΟΓΑ, παρακρατείται από τα ποσά των επόμενων συντάξεων, μετά τον μηδενισμό του υπερβάλλοντος, σε ίσες μηνιαίες δόσεις, που δεν μπορεί να είναι περισσότερες από εξήντα (60). Εφόσον το οφειλόμενο ποσό είναι μεγαλύτερο των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ή των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ για τον πρώην Ο.Γ.Α., εφαρμόζονται αναλόγως το τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 2.
6. Για την υπαγωγή στην παρ. 5 απαιτείται η παροχή συγκατάθεσης από τον αιτούντα στους χρηματοδοτικούς φορείς και στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για κοινοποίηση στον e-ΕΦΚΑ των εγγράφων και των στοιχείων που απαιτούνται για την εφαρμογή της παρούσας. Η συγκατάθεση του πρώτου εδαφίου συνεπάγεται την άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του άρθρου 1 του ν.δ. 1059/1971 (Α’ 270) και του φορολογικού απορρήτου του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4987/2022, Α’ 206). Ο έλεγχος εκπλήρωσης των κριτηρίων της παρ. 5 πραγματοποιείται σύμφωνα με τα δηλωθέντα από τον αιτούντα στοιχεία και τις ηλεκτρονικές διασταυρώσεις ως προς αυτά.»
Άρθρο 116
Ενοποίηση της απονομής επικουρικών συντάξεων – Προσθήκη άρθρου 96Α στον ν. 4387/2016
1. Μετά το άρθρο 96 του ν. 4387/2016 (Α’ 85) προστίθεται νέο άρθρο 96 Α ως εξής:
«Άρθρο 96Α – Ενοποίηση προϋποθέσεων απονομής επικουρικής σύνταξης
1. Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) δικαιούνται μηνιαία επικουρική σύνταξη γήρατος, εφόσον έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη ή τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιες (4.500) ημέρες ασφάλισης και συνταξιοδοτηθούν για την αυτή αιτία από τον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης και Λοιπών Παροχών του e-ΕΦΚΑ.
2. Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) δικαιούνται μηνιαία επικουρική σύνταξη λόγω αναπηρίας, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει και στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή τους λόγω αναπηρίας, και για όσο χρονικό διάστημα συνταξιοδοτούνται για την αυτή αιτία από τον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης και Λοιπών Παροχών του e-ΕΦΚΑ.
3. Οι δικαιούχοι κύριας σύνταξης λόγω θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου δικαιούνται μηνιαία επικουρική σύνταξη λόγω θανάτου από τον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του e ΕΦΚΑ, εφόσον ο θανών συνταξιούχος ή ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει και στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης για τη συνταξιοδότησή του εξ ιδίου δικαιώματος ή ανικανότητας και για όσο χρονικό διάστημα συνταξιοδοτούνται για την αυτή αιτία από τον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών του e-ΕΦΚΑ.
4. Η προϋπόθεση συμπλήρωσης δεκαπέντε (15) ετών της παρ. 1 δεν ισχύει για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σε κύρια σύνταξη με τη συμπλήρωση χρόνου ασφάλισης μικρότερου των δεκαπέντε (15) ετών, και ιδίως για τους συνταξιούχους:
(α) του άρθρου 1 του ν. 91/1943 (Α’ 129), περί χορηγίας δημάρχων,
(β) της παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 4541/1966 (Α’ 176), περί υπαγωγής στο Ταμείο Ασφαλίσεως Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων,
(γ) της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 293/1976 (Α’ 82), περί χορηγίας δημάρχων,
(δ) του ν. 612/1977 (Α’ 164) και των νόμων που παραπέμπουν σε αυτόν,
(ε) των παρ. 1 και 4 του άρθρου 9 του ν. 2703/1999 (Α’ 72), περί συνταξιοδότησης αιρετών νομαρχών,
(στ) που συνταξιοδοτήθηκαν με κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, η οποία προέβλεπε χορήγηση κύριας σύνταξης με λιγότερα από δεκαπέντε έτη ασφάλισης.»
Άρθρο 117
Επιτάχυνση της απονομής επικουρικών συντάξεων – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 48 και παρ. 1 άρθρου 49 ν. 4921/2022
1. Στο τέλος του τρίτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν. 4921/2022 (Α’ 75), περί προθεσμίας και προϋποθέσεων για την εξέταση αιτήσεων συνταξιοδότησης και διαδικασίας ταχείας (fast-track) απονομής σύνταξης, οι λέξεις «εφόσον: α) έχουν ηλικία εξήντα επτά (67) ετών ή β) το σύνολο ή μέρος της επικουρικής τους ασφάλισης έχει διανυθεί στο πρώην Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) ή σε φορείς επικουρικής ασφάλισης που είχαν ενταχθεί σε αυτό» διαγράφονται, και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Η πράξη απονομής επικουρικής σύνταξης εκδίδεται εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την ημερομηνία απονομής κύριας σύνταξης ή εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία αίτησης για την απονομή επικουρικής σύνταξης, αν αυτή υποβλήθηκε μεταγενέστερα από την αίτηση απονομής κύριας σύνταξης. Η απόφαση για τη χορήγηση εφάπαξ παροχής εκδίδεται εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης. Μετά την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών του πρώτου εδαφίου οι πράξεις απονομής της επικουρικής σύνταξης εκδίδονται από την αρμόδια υπηρεσία του φορέα ή τομέα ή κλάδου ή λογαριασμού, στην οποία οι αιτούντες ασφαλισμένοι υπάγονται, λόγω ιδιότητας ή απασχόλησης, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος και ελέγχονται σύμφωνα με το άρθρο 49, όταν πρόκειται για ασφαλισμένους στους οποίους έχει απονεμηθεί κύρια σύνταξη και οι οποίοι έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιες (4.500) ημέρες επικουρικής ασφάλισης.»
2. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 49 του ν. 4921/2022, περί ελέγχου μετά από την έκδοση της πράξης απονομής σύνταξης με την ταχεία διαδικασία, προστίθενται τρίτο και τέταρτο εδάφια και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Οι πράξεις απονομής σύνταξης που εκδίδονται με τη διαδικασία ταχείας απονομής σύνταξης των παρ. 2 και 3 του άρθρου 48 ελέγχονται εντός τριών (3) ετών από την έκδοσή τους. Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχός τους αποκλείεται μετά από την πάροδο πέντε (5) ετών από την έκδοσή τους. Οι πράξεις απονομής επικουρικής σύνταξης που εκδίδονται με τη διαδικασία ταχείας απονομής σύνταξης της παρ. 4 του άρθρου 48 ελέγχονται εντός ενός (1) έτους από την έκδοσή τους. Σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχός τους αποκλείεται μετά από την πάροδο τριών (3) ετών από την έκδοσή τους.»
Άρθρο 118
Ενοποίηση διατάξεων υπολογισμού επικουρικής σύνταξης – Προσθήκη περ. γ) στην παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4052/2012
Στην παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4052/2012 (Α’ 41), περί καθορισμού ποσού σύνταξης, προστίθεται περ. γ) ως εξής:
«γ) Στις περιπτώσεις χορήγησης μειωμένης κύριας σύνταξης, εφαρμόζεται μείωση στο τμήμα της επικουρικής σύνταξης που αφορά χρόνο ασφάλισης μέχρι την 31η.12.2014, σε ποσοστό ίσο με αυτό που επιβλήθηκε στην κύρια σύνταξη λόγω μειωμένου ορίου ηλικίας, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 4387/2016.»
Άρθρο 119
Σύνταξη λόγω θανάτου σε προστατευόμενα δικαιοδόχα τέκνα – Τροποποίηση περ. Β’ παρ. 1 και υποπερ. γ) της περ. Α’ της παρ. 4 άρθρου 12 ν. 4387/2016
1. Στο άρθρο 12 του ν. 4387/2016 (Α’ 85), περί σύνταξης λόγω θανάτου, στην περ. Β’ της παρ. 1 επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην υποπερ. α) προστίθενται δεύτερο και τρίτο εδάφια, β) πριν την περ. β) τίθεται διαζευκτικό «ή» και η περ. Β’ διαμορφώνεται ως εξής:
«Β. Τα νόμιμα τέκνα, τα νομιμοποιηθέντα, τα αναγνωρισθέντα, τα υιοθετηθέντα και όσα εξομοιώνονται με αυτά, με την προϋπόθεση ότι:
α) Είναι άγαμα και δεν έχουν συμπληρώσει το εικοστό τέταρτο (24ο) έτος της ηλικίας τους. Η προϋπόθεση αυτή ισχύει και στις περιπτώσεις που ο θάνατος του συνταξιούχου ή του ασφαλισμένου έχει επέλθει πριν την 13η.5.2016. Σε περίπτωση διακοπής της σύνταξης πριν την έναρξη ισχύος του προηγούμενου εδαφίου, απαιτείται υποβολή νέας αίτησης επαναχορήγησης από τον δικαιούχο, και τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την ημερομηνία της νέας αίτησης, ή
β) κατά τον χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, εφόσον η ανικανότητά τους επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του εικοστού τετάρτου (24ου) έτους της ηλικίας τους. Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται και μετά τη συμπλήρωση του εικοστού τέταρτου (24ου) έτους της ηλικίας.»
2. Στο άρθρο 12 του ν. 4387/2016, περί σύνταξης λόγω θανάτου, στην υποπερ. γ) της περ. Α’ της παρ. 4
α) στο τέλος του δεύτερου εδαφίου οι λέξεις «το ποσοστό διπλασιάζεται για κάθε σύνταξη» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) από κάθε σύνταξη», β) προστίθενται τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο και ένατο εδάφια και η υποπερ. γ) διαμορφώνεται ως εξής:
γ) Για κάθε παιδί ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της σύνταξης. Εάν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς (αμφοτεροπλεύρως ορφανό), ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) από κάθε σύνταξη. Παιδί ορφανό και από τους δύο (2) γονείς δικαιούται το εκατό τοις εκατό (100%) της σύνταξης του θανόντος, εφόσον σωρευτικά:
(γα) πάσχει από νοητική υστέρηση ή αυτισμό ή από πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω,
(γβ) οι ανωτέρω αναπηρίες έχουν επέλθει πριν τη συμπλήρωση του εικοστού τέταρτου (24ου) έτους της ηλικίας του τέκνου,
(γγ) δεν ασκεί υπακτέα στην ασφάλιση του e-ΕΦΚΑ απασχόληση, με εξαίρεση εκείνη του άρθρου 23 του ν. 4488/2017 (Α’ 137), περί απασχόλησης λόγω ψυχικών παθήσεων, και
(γδ) δεν λαμβάνει σύνταξη εξ ιδίου δικαιώματος.
Αν το τέκνο με αναπηρία δικαιούται κύρια σύνταξη και από τον έτερο θανόντα γονέα, λαμβάνει το εκατό τοις εκατό (100%) της μεγαλύτερης σε ύψος σύνταξης και το πενήντα τοις εκατό (50%) της δεύτερης σύνταξης.
Αν υφίστανται περισσότερα του ενός τέκνα με τις ανωτέρω αναπηρίες, το ανωτέρω ποσοστό κατανέμεται ισομερώς.
Αν εκτός των αμφοτεροπλεύρως ορφανών τέκνων με αναπηρία συντρέχουν και δικαιοδόχα τέκνα χωρίς τις ανωτέρω αναπηρίες, το πλήρες ποσό της σύνταξης του θανόντος γονέα κατανέμεται ισομερώς και στα αμφοτεροπλεύρως ορφανά τέκνα με αναπηρία χορηγείται προσαύξηση είκοσι τοις εκατό (20%).                                                                                         Αν τα ποσά που προκύπτουν με βάση το προηγούμενο εδάφιο υπερβαίνουν το πλήρες ποσό της σύνταξης του θανόντος, τα ποσοστά των δικαιοδόχων παιδιών χωρίς αναπηρία μειώνονται ισομερώς.
Αν εκτός από τα δικαιοδόχα τέκνα με ή χωρίς αναπηρία, υπάρχει και επιζών σύζυγος ή και διαζευγμένος που δικαιούται σύνταξη, ο επιμερισμός του ποσού της κύριας σύνταξης γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περ. Α’, Β’ και Γ’.
Μετά τη διακοπή της σύνταξης των δικαιοδόχων τέκνων χωρίς αναπηρία το ποσοστό που τους αναλογεί προσαυξάνει τη σύνταξη των αμφοτεροπλεύρως ορφανών τέκνων με αναπηρία ισομερώς.
Άρθρο 120
Χορήγηση επικουρικής σύνταξης π. Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Πρατηριούχων Υγρών Καυσίμων – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 13 ν. 2556/1997
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 2556/1997 (Α’ 270), περί σωρευτικής χορήγησης επικουρικής σύνταξης και βασικής του π. ΟΓΑ, μετά τη φράση «Ασφάλισης Αρτοποιών» προστίθεται η φράση «και του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Πρατηριούχων Υγρών Καυσίμων», και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Το εδάφιο δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 4169/1961 (Α’ 81) δεν έχει εφαρμογή για τους ασφαλισμένους του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Αρτοποιών και του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Πρατηριούχων Υγρών Καυσίμων. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τους συνταξιούχους του Ταμείου, των οποίων η σύνταξη ανεστάλη λόγω συνταξιοδοτήσεώς τους από τον ΟΓΑ, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την ισχύ του παρόντος άρθρου.»
Άρθρο 121
Προϋποθέσεις ασφαλιστικού δεσμού μειωμένης σύνταξης για το έτος 2020
Για τους ασφαλισμένους πριν την 1η.1.1993, που υποβάλουν αίτηση συνταξιοδότησης για τη λήψη μειωμένης σύνταξης, σε περίπτωση που δεν συμπληρώνουν εκατό (100) ημέρες ασφάλισης εντός του έτους 2020 ή του έτους 2021, η αναζήτηση της πενταετίας του ασφαλιστικού δεσμού εκτείνεται για ένα (1) ή δύο (2) επιπλέον έτη αντίστοιχα.
Άρθρο 122
Εφάπαξ κληρικών – Προσθήκη περ. ε) στην παρ. 3 άρθρου 35 του ν. 4387/2016
Στην παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 4387/2016 (Α’ 85), περί εφάπαξ παροχής, προστίθεται περ. ε) ως εξής:
«ε) Οι κληρικοί που είναι ασφαλισμένοι στο π. Ταμείο Προνοίας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος έχουν δικαίωμα κατά τον χρόνο άσκησης του λειτουργήματός τους να αιτηθούν την καταβολή εφάπαξ παροχής για τα έτη ασφάλισής τους στον κλάδο εφάπαξ παροχών του e-ΕΦΚΑ, εφόσον κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης έχουν συμπληρώσει το εξηκοστό έβδομο (67ο) έτος της ηλικίας τους.                                           Όσοι από τους ασφαλισμένους κληρικούς λάβουν την εφάπαξ παροχή σύμφωνα με την παρούσα δεν δικαιούνται συμπληρωματικής εφάπαξ παροχής και απαλλάσσονται της παρακράτησης και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών για τον κλάδο εφάπαξ παροχών του e-ΕΦΚΑ από την πρώτη μέρα του επόμενου μήνα της υποβολής της αίτησης μέχρι τη συνταξιοδότησή τους από τον κλάδο κύριας ασφάλισης.
Αν δεν αποδειχθεί συντάξιμος στον κλάδο κύριας ασφάλισης του e-ΕΦΚΑ χρόνος ασφάλισης που έχει ληφθεί υπόψη για τη χορήγηση της εφάπαξ παροχής σύμφωνα με την παρούσα, το αντίστοιχο ποσό της εφάπαξ παροχής που έχει αποδοθεί από τον e-ΕΦΚΑ στον ασφαλισμένο κληρικό, επιστρέφεται ως αχρεωστήτως καταβληθέν στον κλάδο εφάπαξ παροχών του e ΕΦΚΑ σε δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις με εντολή παρακράτησης από την κύρια σύνταξη.
Το ποσό της εφάπαξ παροχής για τους κληρικούς που ασκούν το δικαίωμα της παρ. 1 υπολογίζεται σύμφωνα με την παρ. 4. Στην περίπτωση αυτή, ως ημερομηνία αποχώρησης για την εφαρμογή του τρόπου υπολογισμού της εφάπαξ παροχής, λογίζεται η ημερομηνία υποβολής του σχετικού αιτήματος.»

Αύξηση ορίων ηλικίας «από το παράθυρο»

Είναι ακόμη νωπή η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με τον ν. 4336/2015, που εκτόξευσε έως και 12 έτη το όριο ηλικίας απονομής σύνταξης, «καταργώντας» εν τοις πράγμασι ανάμεσα σε άλλα και την διάταξη της μητέρας ανηλίκου τέκνου σε μία πολυπληθή κατηγορία γυναικών που γεννήθηκαν μετά την 19.08.1965 και αδυνατούν σε μεγάλο βαθμό μετά τις αλλαγές του νόμου, να συνταξιοδοτηθούν πριν τα 62 έτη ηλικίας τους.

Τώρα έρχεται η υπ΄αρίθμ. 70/2022 γνωμοδότηση του ΣΤ΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για να προσθέσει έως και 7 επιπλέον έτη στους δημοσίους υπαλλήλους που είχαν έως σήμερα την επιλογή της μειωμένης σύνταξης. Η γνωμοδότηση έρχεται σε απάντηση ερωτήματος του e-ΕΦΚΑ προς το Υπουργείο Εργασίας, σχετικά με υπαλλήλους που συμπλήρωσαν 25ετία έως τα έτη 2010,2011,2012 και αν αυτή η δυνατότητα διατηρείται και μετά την 1.1.2022.

Θυμίζουμε ότι γυναίκες που συμπλήρωναν 25ετία το έτος 2010, μπορούσαν να αιτηθούν μειωμένης σύνταξης στα 55 έτη ηλικίας και οι άντρες στα 60, ενώ άνδρες και γυναίκες με συμπληρωμένη 25ετία τα έτη 2011, 2012 είχαν την επιλογή της μειωμένης σύνταξης στα 56 και 58 έτη ηλικίας αντίστοιχα.

Από νομική σκοπιά φαίνεται να απαντάται από το ΝΣΚ ένα ζήτημα που δεν θα έπρεπε καν να τεθεί. Σύμφωνα με γενικές αρχές του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου για την κατοχύρωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος απαιτείται η συμπλήρωση του ασφαλιστικού χρόνου, ενώ για τη θεμελίωση απαιτείται επιπλέον και η συμπλήρωση του απαιτούμενου ορίου ηλικίας. Στο Δημόσιο όμως, το όριο ηλικίας δεν αποτελεί θεμελιωτικό όρο, παρά μόνο όρο του ενεργού για την απονομή της σύνταξης, όπως προκύπτει και από την εγκύκλιο που εξεδόθη το 2016 από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Αρκεί λοιπόν για τους δημοσίους υπαλλήλους η συμπλήρωση των απαραίτητων ετών ασφάλισης και απομένει η συμπλήρωση της ηλικίας για να λάβει ο υποψήφιος τη σύνταξη. Συνεπής εξάλλου σε αυτή τη λογική ήταν και η ερμηνεία του ΓΛΚ έως και τώρα, που δεν εξέταζε το δικαίωμα λήψης της μειωμένης σύνταξης σε συνάρτηση με τους πίνακες ορίων ηλικίας 1, 2 του ν.4336/2015.

Κρίνεται έωλη λοιπόν η ερμηνεία του ΝΣΚ ,που αντιπαρερχόμενη τους γενικούς κανόνες που αναφέραμε, τους ανατρέπει ερευνώντας κατά τη συνταξιοδότηση αν το απαιτούμενο όριο ηλικίας έχει συμπληρωθεί μετά την 1.1.2022 οδηγώντας σε καταφατική απάντηση τους υπαλλήλους στα γενικά όρια συνταξιοδότησης, ήτοι στα 62 έτη για μειωμένη και στα 67 για πλήρη, καταργώντας τις μεταβατικότητες.

Ερευνάται δηλαδή παραδόξως η πλήρωση της ηλικιακής προϋπόθεσης έως τις 31.12.2021, όταν δεν ερευνάτο αντιστοίχως σε ένα προστάδιο  έως τις 18.08.2015, σύμφωνα με τον ν.4336/2015.

Πέρα όμως από το ερειδόμενο νομικής φύσεως θέμα που προεκτέθηκε, προκύπτει για ακόμη μία φορά ότι οι συνταξιούχοι εξαπατήθηκαν, αφού από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εργασίας, εξεδόθη η από 23.09.2021 ανακοίνωση, που με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο κατέρριπτε με παραδείγματα τη φημολογία περί αύξησης των ορίων ηλικίας των δημοσίων υπαλλήλων, καλώντας τους να ασκήσουν άφοβα τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα οποτεδήποτε, ακόμη και μετά το 2021.

Από τα προηγούμενα προκύπτει σαφώς ότι ο υπουργός Εργασίας οφείλει να μην εφαρμόσει τη γνωμοδότηση του ΝΣΚ, για να μην ανατραπούν τα δικαιώματα όσων έχουν ήδη παραιτηθεί (κυρίως εκπαιδευτικοί που υποχρεωτικά λύεται η σχέση εργασίας τους έως την 31.08.2022), αλλά και για να συνεχίσουν να ασκούν με βάση την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σε ένα κράτος δικαίου το δικαίωμα για μειωμένη σύνταξη, όσοι έχουν συνεκτιμήσει νομικά και λογιστικά δεδομένα και καταλήγουν ευλόγως σε αυτή την επιλογή του οικογενειακού τους προγραμματισμού. Εξάλλου η ίδια η αρχιτεκτονική της νέας σύνταξης, όπου η μείωση εφαρμόζεται μόνο επί της εθνικής και όχι και επί της ανταποδοτικής σύνταξης, έχει καταστήσει την επιλογή της μειωμένης σύνταξης ελκυστική στους δημοσίους υπαλλήλους που προτιμούν να αποχωρήσουν συμβιβαζόμενοι με μία απώλεια της τάξεως των 116 ευρώ μηνιαίως.

Χρήσιμο θα ήταν βέβαια επιπροσθέτως για το μέλλον, να αντιμετωπιστεί η παρούσα γνωμοδότηση όχι αποκομμένη αλλά ως συνέχεια μιας γενικευμένης τάσης που παρατηρείται στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και προτάσσει ως λύση στο ασφαλιστικό ζήτημα την εργασία έως τα πολύ βαθιά γηρατειά. Η δημογραφική γήρανση του πληθυσμού που υπονομεύει την υγιή αναλογία εργαζομένων- συνταξιούχων, η σύνδεση των ορίων ηλικίας ήδη με το ν.3863/2010 με το προσδόκιμο ζωής είναι κομμάτια του ίδιου παζλ που θα κληθούν οι επόμενες γενιές να επιλύσουν, ας ελπίσουμε  με όρους κοινωνικής αλληλεγγύης.